- ὥρασι
- ὥρᾱσι , ὥρασιin seasonindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ώρασι(ν) — και ὥρας Α επίρρ. στον κατάλληλο καιρό, επίκαιρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παλαιά τοπική πτώση τής λ. ὥρα με επιρρμ. χρήση (πρβλ. θύρασι, Ἀθήνησι)] … Dictionary of Greek
ὥρασ' — ὥρᾱσι , ὥρασι in season indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὥρασιν — ὥρᾱσιν , ὥρασι in season indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)